default_mobilelogo

Σοφία Χατζηδημητρίου

Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεύτρια

B.Sc., Pg. Cert., Pg. Dip., M.Clin.Sc.

Μέλος της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας (EFPP www.efpp.org)

Website:http://www.talkingcure.gr

Διεύθυνση Ιατρείου
Ερμιόνης και Κουβέλη 3
Κηφισιά, 145 64
Αθήνα
Τηλ: 210 72 94 032

  1. 1.Ποιος ο ρόλος των παραμυθιών στον ψυχισμό των παιδιών;

Τα παραμύθια παίζουν σημαντικό ρόλο στον ψυχισμό των παιδιών και στη καλλιέργειά του γιατί εμπεριέχουν στοιχεία και χαρακτήρες με τα οποία το παιδί ταυτίζεται και μέσα από τα οποία εκφράζει και διαχειρίζεται ασυνείδητα κομμάτια του ψυχισμού του. Το παραμύθι, επειδή είναι ένας κόσμος φανταστικός, δημιουργεί το περιθώριο στα παιδιά να αφεθούν σε κομμάτια του ψυχισμού τους που έξω από το παραμύθι μπορεί να φαντάζουν απειλητικά ή απίθανα. Για παράδειγμα, το ‘τέρας’ του εκάστοτε παραμυθιού μπορεί να είναι ένας χαρακτήρας με τον οποίο ένα θυμωμένο παιδί να ταυτιστεί για να εκτονώσει το θυμό του. Εξίσου, μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτό το χαρακτήρα για να προβάλλει επάνω του τα στοιχεία κάποιου προσώπου απ’την πραγματική του ζωή, προσώπου που εμφανίζεται στο παιδί ως απειλητικό.

 

Μέσα από το παραμύθι και τη φαντασία λοιπόν, δίνεται η δυνατότητα στο παιδί να παλέψει με το ‘τέρας’ και να το νικήσει, κάτι που δεν θα μπορούσε ίσως να κάνει στην καθημερινότητά του. Δεν είναι δε τυχαίο που στη φαντασία καταφεύγουν εντονότερα παιδιά με δυσκολία να βάλουν τα συναισθήματά τους ξεκάθαρα σε λέξεις, είτε γιατί έχουν λεκτικές δυσκολίες, είτε γιατί θα τους ήταν συναισθηματικά δύσκολο να μιλήσουν με ειλικρίνεια για το πώς αισθάνονται. Τα παραμύθια λειτουργούν βάσει των προβολικών μηχανισμών του ανθρώπινου ψυχισμού, των διαδικασιών δηλαδή μέσα από τις οποίες κανείς προβάλλει σε μια ιστορία στοιχεία από τη δική του ζωή και τον εσωτερικό του κόσμο. Μέσω αυτής της διαδικασίας προκύπτουν και ταυτίσεις με τους ήρωες των παραμυθιών ή με τα γεγονότα όπως εκδραματίζονται σε αυτά. Το παιδί ενδέχεται να ταυτιστεί και με το τέλος μιας ιστορίας ή να θελήσει να την αλλάξει.

 

Συνήθως, οι αλλαγές σε ένα παραμύθι που θέλει να κάνει το παιδί, η έντονη συμπάθειά του και προσκόλληση σε μια ιστορία ή αντίστοιχα η απέχθειά του γι’αυτή μαρτυρούν στοιχεία από τον ψυχισμό του παιδιού αλλά και τη ζωή του. Αν το παιδί, για παράδειγμα, στις ιστορίες με τα τρία γουρουνάκια σχολιάζει στη μαμά τους ότι αυτά δεν καταφέρνουν να προστατευτούν από τον κακό λύκο, ή μαλώνουν συνέχεια μεταξύ τους, ή ότι ο κακός λύκος είναι ισχυρότερος των καλύτερών τους προσπαθειών, τότε αυτό το παιδί μάλλον εκφράζει εσωτερικές ανασφάλειες είτε όσον αφορά τη συνεργασία του και συνύπαρξή του με άλλα παιδάκια ή τα αδέλφια του, είτε την ευνουχιστική και απειλητική παρουσία ενός ατόμου στην οικογένεια ή στο σχολείο, είτε βέβαια έναν ιδιαίτερα εύθραστο ψυχισμό με εντονότατες ανασφάλειες επιβίωσης, που, για παράδειγμα, θα μπορούσε να έχει ένα άρρωστο ή με άλλους τρόπους ευάλωτο παιδί.

 

  1. 2.Ο κόσμος των παραμυθιών είναι ένα ταξίδι φαντασίας για τα παιδιά; Ποια στοιχεία του παραμυθιού αναπτύσσουν τη παιδική φαντασία;

Όλα τα στοιχεία του παραμυθού είναι ικανά να αναπτύξουν την παιδική φαντασία. Δεν θα έλεγα ότι υπάρχουν κάποια δυνατότερα από κάποια άλλα. Και η πλοκή, και οι χαρακτήρες αλλά και η έκβαση ενός παραμυθιού προσφέρουν όλα υλικό πλούσιο για το συναισθηματικό κόσμο του παιδιού. Βεβαίως, ο τρόπος που αφηγείται ένα παραμύθι κανείς είναι και αυτός πολύ σημαντικός στο πώς το παιδί θα χρησιμοποιήσει το παραμύθι αυτό για να χτίσει τον ψυχισμό του και να εμπλουτίσει τον εσωτερικό του κόσμο. Το παιδί δύναται να παρασυρθεί έντονα από τον τόνο και το ύφος της αφήγησης αλλά και από το πόσο ουσιαστικά συμμετέχει ο αφηγητής του, που είναι συνήθως ο γονιός.

 

Μην ξεχνάμε ότι παραμύθι για τα παιδιά δεν είναι μόνο το κείμενο, οι λέξεις και οι εικόνες, αλλά και η πράξη της αφήγησης σαν μια συναισθηματικά επενδεδυμένη διαδικασία που αναπτύσσει και συντηρεί το δικό της δυναμικό. Δηλαδή, πέρα από την ιστορία, ο χρόνος που θα αφιερώσει ο γονιός και ο τρόπος με τον οποίο θα εμπλακεί στο παραμύθι ενδέχεται κάποιες φορές να είναι σαφώς σημαντικότερος από την ιστορία και τους χαρακτήρες του παραμυθιού. Πρέπει λοιπόν το παραμύθι να το βλέπουμε σαν μια ζωντανή συμμετοχική διαδικασία με δική της δυναμική και περιθώριο εξέλιξης, πειραματισμού και βέβαια σαν ένα μέσο συναισθηματικής επικοινωνίας μεταξύ του παιδιού και του αφηγητή του παραμυθιού.

  1. 3.Καθοδηγεί στην εξελικτική της πορεία την ψυχή των παιδιών η ανάγνωση του παραμυθιού;

Και βέβαια η ανάγνωση του παραμυθιού καθοδηγεί την ψυχική εξέλιξη των παιδιών, όχι όμως τόσο σαν στεγνή ανάγνωση μιας ιστορίας που το παιδί ενδέχεται να κάνει και μόνο του, αλλά κυρίως σαν την δυναμική διαδικασία που προανέφερα. Ειδικά στην περίοδο που η ικανότητα του παιδιού να διαβάσει από μόνο του είναι από ανύπαρκτη έως περιορισμένη, το βασικό ρόλο παίζει η αφήγηση και η σχέση με αυτόν που αφηγείται το παραμύθι – το τελετουργικό του παραμυθιού δηλαδή. Σε μεγαλύτερες όμως ηλικίες, όπου το παιδί μπορεί να διαβάσει μόνο του ιστορίες, συνήθως όμως διηγήματα ή νουβέλες, και βέβαια και οι ιστορίες αυτές καθ’εαυτές παίζουν ρόλο στην ανάπτυξη του ψυχισμού. Εκεί βέβαια το παιδί έχει και μεγαλύτερη επιλογή υλικού για ανάγνωση και οι επιλογές του θα συντελέσουν με διαφορετικό τρόπο στη διαμόρφωση του εσωτερικού του κόσμου. Και πάλι μιλάμε για μια δυναμική διαδικασία μεταξύ ιστορίας και αναγνώστη, για μια εσωτερική συνομιλία που λαμβάνει χώρα σιωπηλά κατά την ώρα της ανάγνωσης αλλά και ύστερα, όταν το παιδί θα φέρει στο νου του το περιεχόμενο της εκάστοτε ιστορίας που το έχει ελκύσει.

  1. 4.Ποιοι μεγάλοι ψυχαναλυτές έχουν ασχοληθεί με την επίδραση του παραμυθιού στα παιδιά και ποιες οι θέσεις τους; (διάβαζα κάπου ότι ο Φρόϋντ έχει ασχοληθεί με αυτό. Ισχύει;)

Πιστεύω πως όλοι οι μεγάλοι ψυχαναλυτές θα είχαν να πουν πάνω κάτω αυτά που έχω προαναφέρει για τα παραμύθια. Ότι δηλαδή, αλληλεπιδρούν με τον ψυχισμό των παιδιών για να τον τονώσουν, να τον ερεθίσουν, να προσφέρουν υλικό με το οποίο το παιδί θα σχετιστεί με έναν τρόπο ασφαλή. Με το ‘ασφαλή’, εννοώ ότι το παιδί στο παραμύθι μπορεί να ταυτιστεί με το χειρότερο ήρωα, με τον πιο αδικημένο, με τον ομορφότερο, τον πλουσιότερο ή τον φτωχότερο, και να φανταστεί ό,τι θέλει σε σχέση με αυτήν την ταύτιση, χωρίς να απειλείται από το εξωτερικό περιβάλλον. Όπως θα έλεγε πιθανότατα ο Γουίνικοτ, μέσω του παραμυθιού δημιουργείται ένα μεταβατικό τοπίο που δεν είναι ακριβώς προϊόν μοναχά της φαντασίας του παιδιού αλλά ούτε και αποκλειστικά προϊόν της πραγματικότητας. Είναι ένα τοπίο στο οποίο μπορεί να λάβει χώρα συναισθηματικός πειραματισμός χωρίς την απειλή των κυρώσεων για τα αρνητικά σενάρια, ούτε και της κοροϊδίας για τα ευφάνταστα. Το παιδί μπορεί να είναι και να κάνει ό,τι θέλει μέσα σε ένα παραμύθι, αλλά, το κυριότερο να συνδεθεί και να ‘παίξει’ με τον αφηγητή του.

 

Ο Γιούνγκ επίσης θα μας έλεγε πως μέσα από τα παραμύθια το παιδί γνωρίζει αναλυτικότερα και πάλι σε ένα περιβάλλον ασφάλειας τα ‘αρχέτυπα’ σχήματα που κουβαλάει εν αγνοία του στην ψυχή του, όπως την κακιά μάγισσα που ισοδυναμεί με την απειλητική μητέρα, τον δράκο, που μπορεί να εκφράζει έναν ευνουχιστικό πατέρα, τον γέρο σοφό, που μπορεί να είναι το πρότυπο ενός καλού παππού, τα τρία γουρουνάκια, που είναι τ’αδέλφια και οι συνάνθρωποί μας. Ο Φρόϋντ μίλησε επί μακρόν για την ανάγκη και χρησιμότητα συμβολοποίησης συναισθημάτων μέσα από ιστορίες, θρησκείες, σχήματα και αντικείμενα. Εξάλλου ο ίδιος ήταν φανατικός συλλέκτης αγαλματιδίων τα οποία συμβόλιζαν γι’αυτόν πράγματα του εσωτερικού του κόσμου. Δεν είναι τυχαίο που όντας γνώστης των αρχαίων τραγωδιών (κατά ένα τρόπο παραμυθιών) άντλησε από αυτές υλικό για να συμβολοποιήσει και να εκφράσει τις σκέψεις του γύρω από τους οικογενειακούς συνδέσμους – ο κλασσικότερος αλλά και πολύ παρεξηγημένος Οιδιπόδειος δεσμός, για παράδειγμα.

 

Βέβαια, ο Φρόϋντ θα έλεγε πως δεν ήταν η τραγωδία που ξύπνησε σ’ εκείνον αλλά και σε όλους τους ανθρώπους συναισθήματα που δεν προϋπήρχαν, παρά τα ανθρώπινα αυτά συναισθήματα πίεσαν για έκφραση δια μέσου των αιώνων θεμελιωδών υπαρξιακών και ψυχολογικών προβληματικών με τις οποίες έχει καταπιαστεί ο άνθρωπος. Με αυτή την έννοια, τα παραμύθια απεικονίζουν αρχέτυπα χαρακτήρων, συμπεριφορών και καταστάσεων που έχουν απασχολήσει την ανθρώπινη ψυχή από την απαρχή της ύπαρξής της. Γι’αυτό και η επαναλαμβανόμενη επαφή με αυτά ξυπνάει ενδεχομένως ‘κοιμισμένα’ κομμάτια του ψυχισμού και τα καλεί να έρθουν στη επιφάνεια για να πλουτίσουν το παιδί και τον ψυχισμό του αλλά και να συμβάλλουν στην διαχείριση των εσωτερικών και ασυνειδήτων συναισθηματικών συγκρούσεων.

  1. 5.Στη σύγχρονη εποχή, όπου τα παιδιά κατακλύζονται από τα ηλεκτρονικά παιγνίδια, κρίνονται αναγκαία για την παιδική ψυχή τα παραμύθια και γιατί; Είναι μια καλή ευκαιρία τα Χριστούγεννα να φέρουμε πιο κοντά τα παιδιά στον κόσμο των παραμυθιών;

Τα ηλεκτρονικά παιγνίδια, λόγω του συνδυασμού ήχου και εικόνας βομβαρδίζουν τις αισθήσεις των παιδιών, μην αφήνοντας πολλά περιθώρια στη φαντασία τους για να επεκταθεί. Είναι κυρίως παιγνίδια εντυπώσεων, που απομονώνουν το παιδί από τον υπόλοιπο κόσμο και τον μεταφέρουν σε κάτι φανταστικό, στο οποίο όμως το παιδί καθοδηγείται μέσω της επίδρασης στις αισθήσεις που λειτουργεί σχεδόν εξαναγκαστικά. Υπάρχει απουσία της τελετουργίας του μοιράσματος που έχει, για παράδειγμα, το διάβασμα ενός παραμυθιού από το γονέα στο παιδί. Έτσι, ο εγκλεισμός στο ηλεκτρονικό παιγνίδι είναι περισσότερο αυτιστικός και δεν προϋποθέτει το μοίρασμα και συνεπώς την ανάπτυξη μιας δυναμικής σχέσης. Στο ηλεκτρονικό παιγνίδι, το παιδί δεν σχετίζεται με άλλους ανθρώπους, παρά με ένα μηχάνημα και βρίσκεται να πολεμάει με αυτό. Ίσως να μην είναι και τόσο τυχαίο ότι το φαινόμενο του εθισμού στα ηλεκτρονικά παιγνίδια έχει πάρει τραγικές διαστάσεις και πολλές οικογένειες ταλαιπωρούνται αφόρητα με παιδιά που έχουν εθιστεί σε παιγνίδα και ως εκ τούτου παραμερίσει τις κοινωνικές τους σχέσεις ή τις άλλες τους ασχολίες, συμπεριλαμβανομένης και της παιδείας τους. Σε αντίθεση με αυτό το φαινόμενο, δεν έχω υπόψη μου περιστατικό παιδιού να εθίζεται στα παραμύθια με τρόπο καταναγκαστικό που να του διαλύει την υπόλοιπη ζωή.

 

Ειδικά για παιδιά με προδιάθεση στην απομόνωση και με προϋπάρχουσες συναισθηματικές δυσκολίες, τα ηλεκτρονικά παιγνίδια – βίαια και μη – ενδέχεται να λειτουργήσουν ως παγίδα για περαιτέρω απομόνωση στον εαυτό τους. Επίσης, ενώ το στοιχείο της βίας είναι παρόν και στα παραμύθια (για παράδειγμα, ο λύκος που κατασπαράζει την κοκκινοσκουφίτσα και η μητριά που κακοποιεί τη σταχτομπούτα), δεν είναι όμως βομβαρδιστικό στις αισθήσεις και άσκοπα περιγραφικό των πράξεων βίας, όπως παρουσιάζεται η βία στα ηλεκτρονικά παιγνίδια. Δεν είπε κανείς ότι τα παιδιά πρέπει να αποστειρώνονται από θέματα βίας και σεξ, αλλά υπάρχουν κατάλληλοι και σαφώς λιγότερο κατάλληλοι τρόποι για ένα παιδί να έρθει σε επαφή με αυτές τις πτυχές της ζωής. Οπότε, τα παραμύθια και γενικότερα η λογοτεχνία κερδίζουν πόντους έναντι των ηλεκτρονικών παιγνιδιών. Αυτό δεν σημαίνει ότι το παιδί δεν πρέπει και να εκτίθεται στα σύγχρονα μέσα παιγνιδιού και διασκέδασης ή να απέχει εντελώς από αυτά, απλώς ότι θα πρέπει να είναι πολύ ελεγχόμενα λόγω των κινδύνων που ελλοχεύουν σε αυτά.

 

Όχι μόνο τα Χριστούγεννα, αλλά οποιαδήποτε εποχή είναι καλό να σκεφτόμαστε πώς και με τί τρόπους μπορούμε να πλουτίζουμε τον ψυχισμό των παιδιών και να βοηθάμε στην εξέλιξή του. Βέβαια, δοθείσης της αφορμής ότι υπάρχουν όχι μόνο πολλές Χριστουγεννιάτικες ιστορίες αλλά ίσως και λίγο περισσότερος διαθέσιμος χρόνος από την πλευρά των γονιών για διάβασμα και μοίρασμα με τα παιδιά τους, ας αδράξουν την ευκαιρία να προμηθευτούν μερικά βιβλία με παραμύθια. Επίσης, θα ήταν ωραίο και σε παιδικές συνευρέσεις και πάρτυ να διάβαζε κανείς στα παιδιά ιστορίες σαν μέρος της διασκέδασης και διαπαιδαγώγησής τους.