default_mobilelogo

Από πολύ πρόσφατα στατιστικά στοιχεία (Cancer J Clin;52:23-47, 2002), γνωρίζουμε ότι ο καρκίνος του μαστού προσβάλλει στις Η.Π.Α. μία στις οκτώ γυναίκες και στη Δυτική Ευρώπη μία στις εννέα γυναίκες. H βασική προσπάθεια που γίνεται σήμερα έγκειται στο να ανακαλυφθεί ο καρκίνος σε όσο το δυνατόν πιο πρώιμο στάδιο, οπότε και η αρχική αντιμετώπιση συνεπάγεται έως και πλήρη ίαση, δηλαδή βελτίωση της πρόγνωσης.

Η ενδομητρική σπερματέγχυση είναι μια από τις πλέον συχνά χρησιμοποιούμενες μεθόδους σε περιπτώσεις υπογονιμότητας.  Πολλές  πλευρές μεθόδων  της σπερματέγχυσης , όπως  π.χ. επεξεργασία  του σπέρματος, φυσιολογικοί   κύκλοι σε  σύγκριση  κύκλων  με υποστήριξη της ωοθυλακιορρηξίας, , ή  μεμονωμένες σπερματεγχύσεις, σε σύγκριση με διπλή σπερματέγχυση στον  ίδιο κύκλο, έχουν μελετηθεί καλά..

Οι αναφορές σχετικά με τον αριθμό σπερματεγχύσεων, όσο αφορά το αναμενόμενο καλό αποτέλεσμα, είναι αντικρουόμενες και έτσι οι συστάσεις διαφέρουν σημαντικά. Οι περισσότεροι συγγραφείς προτείνουν την συνέχιση της προσπάθειας για 3, ή το πολύ 4 κύκλους, ενώ δυο συγγραφείς προτείνουν την συνέχιση της για 6 ή και περισσότερους κύκλους.

Στις ΗΠΑ, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ομοσπονδιακών αρχών, από την πανδημία έχουν πληγεί περίπου 50 εκατομμύρια άνθρωποι, ενώ οι νεκροί φτάνουν τους 10.000, με τους περισσότερους να είναι νέοι ενήλικες.

Η τεκνοποίηση αποτελεί έναν εξαιρετικά σημαντικό σκοπό στη ζωή ενός ζευγαριού. Μοιραία λοιπόν, η υπογονιμότητα, δηλαδή η αδυναμία δύο συντρόφων να επιτύχουν σύλληψη ή ολοκληρωμένη κύηση, είναι μια σοβαρή δοκιμασία που συχνά συνοδεύεται από άγχος και άλλα δυσάρεστα συναισθήματα. Υπογόνιμο θεωρείται ένα ζευγάρι όταν μετά από 1 χρόνο συχνών και ελεύθερων σεξουαλικών επαφών δεν επιτυγχάνει τη σύλληψη. Υπολογίζεται ότι 8-14% των ζευγαριών αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα υπογονιμότητας.

Στην ενδιαφέρουσα σελίδα www.mammographie-screening-online.de , που απευθύνεται κυρίως σε μη ιατρικό κοινό, σταχυολογήσαμε τα παρακάτω συμπεράσματα, σχετικά με την αποτελεσματικότητα και τα προβλήματα των προληπτικών μαστογραφικών ελέγχων. Τα συμπεράσματα αυτά στηρίζονται σε σχετική έρευνα του Πανεπιστημίου του Αμβούργου και συνοδεύονται από πλούσια και πρόσφατη βιβλιογραφία